Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

«Πήρα το μαχαίρι και έκοψα το σχοινί από το λαιμό του»

Η Μαρία Μελενίτου, χήρα εδώ και έξι χρόνια, καθώς ο σύζυγος της επέλεξε το δρόμο της αυτοκτονίας, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις, που κρατούσε καλά κρυμμένες εδώ και καιρό. Της Κατερίνας Παρασκευοπούλου

… Ήταν 13 Μαϊου 2010. Το πρωί ξυπνήσαμε, όπως όλες τις ημέρες, σα να μην τρέχει τίποτα. Αφού με φίλησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε για τη δουλειά. Πέρασε από τα δωμάτια των παιδιών και τα χάιδεψε τρυφερά. Αυτή ήταν η αγαπημένη του συνήθεια. Σε λίγες ώρες θα πήγαινα στο μαγαζί να τον βοηθήσω, όπως έκανα καθημερινά. Αν ήξερα ότι δε τον ξαναέβλεπα, θα του έλεγα τόσα πολλά…
Έφτιαξα το πρωινό των παιδιών, τα ξύπνησα και τα ετοίμασα για το σχολείο. Αφού έφαγαν, μπήκαμε στο αμάξι και πέντε λεπτά αργότερα τα είχα ήδη αφήσει στο σχολείο. Ήταν γύρω στις 8.00. Έβαλα τέρμα τη μουσική στο ράδιο του αυτοκινήτου. Η ευτυχία μου με πλημμύριζε. Ένα τραγούδι έπαιζε και ξαναέπαιζε. Όλα σε σένα τα βρήκα κι’ είμαι ευτυχισμένος… Πραγματική ευτυχία. Είχα τον καλύτερο άνθρωπο του κόσμου δίπλα μου και το κυριότερο τον καλύτερο πατέρα. Όλα όσα είχε στερηθεί, όταν ήταν μικρός τα έδινε στα παιδιά μας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής έρχονταν στο μυαλό μου, οι καλύτερες στιγμές, που είχαμε ζήσει από τα 18 χρόνια μας, που ήμασταν μαζί. Ασυναίσθητα μια ανώτερη δύναμη, ξέθαβε από μέσα μου τις καλύτερες αναμνήσεις. Ένα περίεργο αίσθημα, που μέχρι σήμερα δεν το έχω εξηγήσει. Στρίβω στην οδό Ερατούς για να ψάξω για πάρκινγκ. Ένα περιπολικό της αστυνομίας ήταν στη μέση του δρόμου και κόσμος συγκεντρωμένος. Έδειχναν αναστατωμένοι. Φόβος άρχισε να με διακατέχει, το μυαλό μου πήγε σε ληστεία… Μακάρι να είναι ο Παναγιώτης καλά και ας τα έχουν πάρει όλα, σκέφτηκα. Τρέχω μέσα στο κατάστημα. Βλέπω τους αστυνομικούς στις σκάλες, που οδηγούσαν στο υπόγειο. Με ρώτησαν, ποια είμαι. Όταν τους είπα, ότι είμαι η σύζυγος του ιδιοκτήτη, οι λέξεις δεν έβγαιναν από τα χείλη τους. Ο ένας μόνο, σήκωσε το χέρι του και μου έδειξε δεξιά το αναβατόριο. Η γη υποχώρησε κάτω από τα πόδια μου. Η απόσταση ήταν μόλις μερικά βήματα κι’ όμως έμοιαζε τόσο μακριά. Ο Παναγιώτης, ο Παναγιώτης μου, βρισκόταν κρεμασμένος στο αναβατόριο. Σίγουρα ζει …σίγουρα… έτρεξα, πήρα ένα μαχαίρι και έκοψα το σχοινί από το λαιμό του. Οι αστυνομικοί θέλησαν να με σταματήσουν. Μάταια, η δύναμή μου εκείνη τη στιγμή ξεπερνούσε κάθε όριο. Όλα είχαν τελειώσει, όσο και να προσπαθούσα, όλα είχαν τελειώσει. Γιατί σκέφτηκα; Γιατί; Αφού ήμασταν ευτυχισμένοι. Εκείνη τη στιγμή μια σειρά άλλων εικόνων άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου. Η ζωή μας το τελευταίο τρίμηνο. Ο Παναγιώτης δεν ήταν καλά, ήταν σκεφτικός, λυπημένος, απεριποίητος σαν κάτι να τον απασχολούσε. Αργότερα έμαθα πώς είχε πει στην αδερφή μου ότι θα αυτοκτονήσει. Μα γιατί δεν το εντοπίσαμε εγκαίρως για να τον σώσουμε. Η απάντηση είναι μία και συγκεκριμένη. Μέσα στην καθημερινότητα, που ζούμε, δεν αφιερώνουμε χρόνο να αποκρυπτογραφήσουμε τα μηνύματα των δικών μας ανθρώπων. Όταν ηρέμησα μετά από καιρό έφερα στο μυαλό μου εκείνη την τελευταία ημέρα. Τελικά κατάλαβα ότι από το πρωί είχε αποφασίσει το τέλος του. Κατάλαβα ότι εκείνη η μέρα, δεν ήταν σαν όλες τις υπόλοιπες. Όλο το βράδυ στριφογυρνούσε στο κρεβάτι. Το πρωί σηκώθηκε με μισή ώρα καθυστέρηση. Κάθισε ώρα στα δωμάτια των παιδιών. Μας έλεγε τόσα πολλά με τη σιωπή του, μάλλον περίμενε το χέρι μου για να πιαστεί. Δεν τον κατάλαβα, δεν του είπα τίποτα… τώρα έχω να πω τόσα πολλά… αλλά είναι αργά, αργά για εκείνον, αργά για όλους εμάς.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου